- εὐδιαλύτου
- εὐδιάλυτοςeasy to undomasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδιαλυτότητα — η [ευδιάλυτος] η ιδιότητα τού ευδιαλύτου, τό να διαλύεται κάτι εύκολα … Dictionary of Greek
λάκκα — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 28 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις δυτικές απολήξεις των ορέων του Βάλτου, Α της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεωργίου Καραϊσκάκη. 2. Ημιορεινός… … Dictionary of Greek
διαιθυλενοδιαμίνη ή πιπεραζίνη — Κυκλική ένωση του τύπου C4H10N2. Είναι ασθενής δισόξινη βάση, με μορφή άχρωμου κρυσταλλικού υγρού, ευδιάλυτου στο νερό αλλά και σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, στη χημική βιομηχανία για την παρασκευή εντομοκτόνων και ως… … Dictionary of Greek